- μακροσεισμός
- ο(γεωφ·) σεισμός ο οποίος γίνεται άμεσα αισθητός από τον άνθρωπο, τουλάχιστον σε κάποια απόσταση από το επίκεντρό του, σε αντιδιαστολή προς τον μικροσεισμό, που είναι μικρή δόνηση η οποία καταγράφεται μόνο από ειδικά όργανα.
Dictionary of Greek. 2013.